Το πώς βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα γύρω μας
εξαρτάται από το αξιακό σύστημα που έχουμε αναπτύξει μέσα στα χρόνια. Στην
διαμόρφωσή του συμβάλλει τόσο ο χαρακτήρας μας όσο και οι εμπειρίες που
βιώσαμε, το τι ζήσαμε και το τι είδαμε κατ’ επανάληψη. Μέσα από αυτό το πρίσμα
σταδιακά ερμηνεύουμε τα πάντα στην ζωή μας.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα
συμπεράσματα που έχουμε βγάλει, οι αξίες που έχουμε θεσπίσει και οι κανόνες που
ακολουθούμε αποκτούν έναν χαρακτήρα περισσότερο απόλυτο και μόνιμο, με
αποτέλεσμα να «κρυσταλλοποιηθούν».
Η δημιουργία και η διατήρηση όμως αυτού του πρίσματος δεν
είναι πάντα συνειδητοποιημένη. Η υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων «πρέπει να μην
ζητάω βοήθεια για τα ψώνια του σπιτιού» ή «πρέπει να ασχολείται μόνο ο σύζυγος
με τα οικονομικά θέματα» ή «πρέπει να έχω στο τραπέζι μου διαφορετικό φαγητό
μεσημέρι και βράδυ», πολλές φορές δεν έχει περάσει από μια προσωπική διαδικασία
αξιολόγησης και εντέλει αποδοχής ή απόρριψης, η οποία είναι βασισμένη στις τωρινές συνθήκες ζωής ή στον
χαρακτήρα του συντρόφου μας.
Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε πολλές φορές συμβαίνει
στο επίπεδο των σχέσεων με το άλλο μας ‘‘μισό’’ να παίρνουμε ως δεδομένο
καταστάσεις και συμπεριφορές, περιμένοντας από τον άλλο συγκεκριμένες αντιδράσεις,
με αποτέλεσμα όταν αυτές δεν έρχονται να θυμώνουμε ή να απογοητευόμαστε.
Αυτή η τάση μας, αποτελεί και το πιο σημαντικό ίσως πρόβλημα στις
σχέσεις ενός ζευγαριού. Στην πράξη, μεταφράζεται με ασυνεννοησία και διάσταση
απόψεων οι οποίες οδηγούν στην αδυναμία συμφωνίας έστω και για μικρά καθημερινά
πράγματα, με αποτέλεσμα συναισθήματα κούρασης, απογοήτευσης, θυμού.
Η λύση σε αυτό βρίσκεται σε δύο επίπεδα.
Αρχικά, σε
προσωπικό επίπεδο. Η αξιολόγηση των δικών μου κανόνων, των δικών μου αξιών, των
δικών μου προσδοκιών, πέρα από αυτά που έχω μάθει και ζήσει στην οικογένεια
μου. Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι κανόνες μπορεί για τους γονείς μου να ήταν
λειτουργικοί γιατί εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες, γιατί ταίριαζαν στον
χαρακτήρα τους και γιατί διαδραματιζόταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
όπου οι συνθήκες ζωής επέτρεπαν την εφαρμογή τους. Στο «τώρα» όμως η άκριτη
εφαρμογή των ίδιων κανόνων μπορεί να είναι άκρως δυσλειτουργική εφόσον
διαφοροποιούνται σημαντικά όχι μόνο οι ανάγκες (ανάγκη για επαγγελματική ανέλιξη,
για κοινωνικότητα, για προσωπικό χρόνο) αλλά και οι χαρακτήρες των ατόμων (δεν
είμαι η μητέρα μου) καθώς και οι συνθήκες ζωής (τα οράρια, το επάγγελμα, οι
υποχρεώσεις).
Το δεύτερο επίπεδο είναι το διαπροσωπικό, με άλλα λόγια η
ανάπτυξη μιας ουσιαστικής επικοινωνίας με τον άλλο. Προϋπόθεση όμως για αυτή,
είναι το να έχω «δουλέψει» την αξιολόγηση των δικών μου αξιών και κανόνων. Πώς
να ζητήσω κάτι από τον άλλο, πώς να βάλω τα όρια μου, πώς να διεκδικήσω
πράγματα, αν δεν ξέρω τι θέλω, τι είναι σημαντικό για μένα, τι μπορώ και δεν
μπορώ να κάνω και τι δεν αντέχω;