Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Σχέσεις ζεύγους

Το πώς βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα γύρω μας εξαρτάται από το αξιακό σύστημα που έχουμε αναπτύξει μέσα στα χρόνια. Στην διαμόρφωσή του συμβάλλει τόσο ο χαρακτήρας μας όσο και οι εμπειρίες που βιώσαμε, το τι ζήσαμε και το τι είδαμε κατ’ επανάληψη. Μέσα από αυτό το πρίσμα σταδιακά ερμηνεύουμε τα πάντα στην ζωή μας. 

Με το πέρασμα των χρόνων, τα συμπεράσματα που έχουμε βγάλει, οι αξίες που έχουμε θεσπίσει και οι κανόνες που ακολουθούμε αποκτούν έναν χαρακτήρα περισσότερο απόλυτο και μόνιμο, με αποτέλεσμα να «κρυσταλλοποιηθούν».

Η δημιουργία και η διατήρηση όμως αυτού του πρίσματος δεν είναι πάντα συνειδητοποιημένη. Η υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων «πρέπει να μην ζητάω βοήθεια για τα ψώνια του σπιτιού» ή «πρέπει να ασχολείται μόνο ο σύζυγος με τα οικονομικά θέματα» ή «πρέπει να έχω στο τραπέζι μου διαφορετικό φαγητό μεσημέρι και βράδυ», πολλές φορές δεν έχει περάσει από μια προσωπική διαδικασία αξιολόγησης και εντέλει αποδοχής ή απόρριψης, η οποία είναι  βασισμένη στις τωρινές συνθήκες ζωής ή στον χαρακτήρα του συντρόφου μας.

Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε πολλές φορές συμβαίνει στο επίπεδο των σχέσεων με το άλλο μας ‘‘μισό’’ να παίρνουμε ως δεδομένο καταστάσεις και συμπεριφορές, περιμένοντας από τον άλλο συγκεκριμένες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα όταν αυτές δεν έρχονται να θυμώνουμε ή να απογοητευόμαστε.

Αυτή η τάση μας, αποτελεί και το πιο σημαντικό ίσως πρόβλημα στις σχέσεις ενός ζευγαριού. Στην πράξη, μεταφράζεται με ασυνεννοησία και διάσταση απόψεων οι οποίες οδηγούν στην αδυναμία συμφωνίας έστω και για μικρά καθημερινά πράγματα, με αποτέλεσμα συναισθήματα κούρασης, απογοήτευσης, θυμού.

Η λύση σε αυτό βρίσκεται σε δύο επίπεδα. 

Αρχικά, σε προσωπικό επίπεδο. Η αξιολόγηση των δικών μου κανόνων, των δικών μου αξιών, των δικών μου προσδοκιών, πέρα από αυτά που έχω μάθει και ζήσει στην οικογένεια μου. Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι κανόνες μπορεί για τους γονείς μου να ήταν λειτουργικοί γιατί εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες, γιατί ταίριαζαν στον χαρακτήρα τους και γιατί διαδραματιζόταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο όπου οι συνθήκες ζωής επέτρεπαν την εφαρμογή τους. Στο «τώρα» όμως η άκριτη εφαρμογή των ίδιων κανόνων μπορεί να είναι άκρως δυσλειτουργική εφόσον διαφοροποιούνται σημαντικά όχι μόνο οι ανάγκες (ανάγκη για επαγγελματική ανέλιξη, για κοινωνικότητα, για προσωπικό χρόνο) αλλά και οι χαρακτήρες των ατόμων (δεν είμαι η μητέρα μου) καθώς και οι συνθήκες ζωής (τα οράρια, το επάγγελμα, οι υποχρεώσεις).

Το δεύτερο επίπεδο είναι το διαπροσωπικό, με άλλα λόγια η ανάπτυξη μιας ουσιαστικής επικοινωνίας με τον άλλο. Προϋπόθεση όμως για αυτή, είναι το να έχω «δουλέψει» την αξιολόγηση των δικών μου αξιών και κανόνων. Πώς να ζητήσω κάτι από τον άλλο, πώς να βάλω τα όρια μου, πώς να διεκδικήσω πράγματα, αν δεν ξέρω τι θέλω, τι είναι σημαντικό για μένα, τι μπορώ και δεν μπορώ να κάνω και τι δεν αντέχω; 

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Κατάθλιψη: Τρεις μύθοι

Τελευταία έχω παραστεί σε συζητήσεις όπου το κύριο θέμα ήταν η κατάθλιψη. Με αφορμή τον θάνατο του ηθοποιού Robin Williams και των αποκαλύψεων σχετικά με την συναισθηματική του κατάσταση πριν από λίγους μήνες και με την γενικότερη οικονομική κατάσταση που βιώνουμε πολλά λέγονται. Ξεχώρισα τρεις κύριες απόψεις που επικρατούν.
«Η ανία και η βαρεμάρα φέρνει την κατάθλιψη. Την παθαίνουν όσοι έχουν λύσει το βιοποριστικό τους και δεν έχουν με τι να ασχοληθούν».
«Τα βιοποριστικά και τα κοινωνικά προβλήματα την προκαλούν, όπως η ανεργία ή ένας χωρισμός».
«Η κατάθλιψη είναι ανίατη και θανατηφόρα, σε κάνει να αφαιρέσεις την ζωή σου».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια, μια νόσος. Σύμφωνα με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο έχει ένα βιοχημικό υπόβαθρο που συνεπάγεται συναισθηματικές και συμπεριφοριστικές αλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι στην κατάθλιψη αλλάζει η χημεία του εγκεφάλου μας. Δημιουργείται μια ανισορροπία σε συγκεκριμένες ουσίες που υπάρχουν στον εγκέφαλό μας και ρυθμίζουν τον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε έντονα κάποια συναισθήματα και να πράττουμε ανάλογα.
Η κατάθλιψη έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και εκφράζεται με συμπτώματα τα οποία έχουν να κάνουν με την σκέψη, το σώμα, το συναίσθημα και την συμπεριφορά.
· Η σκέψη: ο τρόπος που σκέφτεται κάποιος αλλάζει. Κάνει σκέψεις ανησυχίας ακόμη και για μικροπράγματα, σκέφτεται ότι δεν αξίζει σαν άνθρωπος, ότι ευθύνεται για ότι κακό του συμβαίνει, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί σε κάτι κ.α.,
· Το σώμα: υπάρχει έντονη μια σωματική αίσθηση κούρασης, διάσπαρτοι πόνοι στο κορμί, αδυναμία,
· Το συναίσθημα: κάποιος με κατάθλιψη νιώθει ανικανότητα να αντλήσει ικανοποίηση ή ευχαρίστηση από τα πράγματα ή τα πρόσωπα που τον ευχαριστούσαν στο παρελθόν, έχει μικρή αντοχή σε στιγμές έντονων συναισθημάτων όπως χαράς, απογοήτευσης, ή θυμού, μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευερέθιστος, κ.α.,
· Η συμπεριφορά: τα πράγματα και οι συνήθειες που είχε κάποιος αλλάζουν, συχνά μοιάζει ανέκφραστος, με δυσκολία χαμογελά και όταν το κάνει θεωρεί ότι υποκρίνεται στους άλλους, υιοθετεί μια μοναχικότητα, αποσύρεται από την κοινωνική ζωή ή συμμετέχει σε αυτή με μεγάλο κόπο, παραμελεί την προσωπική του υγιεινή (γιατί από την μια δεν υπάρχει ενέργεια και από την άλλη το θεωρεί μάταιο και άχρηστο), κ.α.

Πολλά από αυτά τα συμπτώματα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ χαρακτηριστικά της κατάθλιψης. Έτσι είναι αναγκαίο να πληρούνται και συγκεκριμένα κριτήρια για να δοθεί η διάγνωση της κατάθλιψης. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να αφορούν στην διάρκεια, στην ένταση, στην συχνότητα, στην παράλληλη παρουσία των συμπτωμάτων αλλά και στο πως συμπεριφέρεται κάποιος.
Με άλλα λόγια μόνο και μόνο επειδή κάποιος είναι λυπημένος και πολύ στεναχωρημένος δεν σημαίνει ότι πάσχει από κατάθλιψη. Άλλωστε η λύπη είναι ένα συναίσθημα (όπως η χαρά, ο φόβος, το άγχος ή ο θυμός) που όλοι μας έχουμε δικαίωμα να νιώθουμε. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν ένα συναίσθημα παίρνει τα ηνία και γίνεται το μοναδικό που νιώθουμε, καλύπτοντας όλα τα άλλα.

Συχνά ξεχνάμε το πόσο φυσικό και υγιές είναι να συμβαδίζει αυτό που νιώθουμε με την κατάσταση που ζούμε. Επί παραδείγματι, αν πεθάνει κάποιος δικός μου αγαπητός άνθρωπος ή αν χωρίσω από μια σημαντική για μένα σχέση θα στεναχωρηθώ, θα κλάψω, θα μου λείπει, δεν θα έχω διάθεση για χαρές και πανηγύρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω κατάθλιψη, σημαίνει ότι πενθώ. Βρίσκομαι δηλαδή σε μια φυσική συναισθηματική διεργασία – αναφαίρετο δικαίωμά μου – και μετά από λίγο χρονικό διάστημα επανέρχομαι.

Όπως όλα τα συναισθήματα όμως, έτσι και η λύπη πηγάζει όχι απαραίτητα από το γεγονός αλλά από τον τρόπο που εγώ σκέφτομαι το γεγονός. Έτσι δεν είναι δυνατό ένας χωρισμός, η ανεργία, η ανία ή οτιδήποτε άλλο να μου γεννήσουν λύπη. Αν όμως ο χωρισμός για μένα σημαίνει ότι είμαι άχρηστη, ότι θα είμαι πάντα μόνη, ότι κανείς δικαίως ποτέ δεν θα με αγαπήσει, τότε ο χωρισμός γίνεται σε μια πανέμορφη αφορμή για πεσμένη διάθεση η οποία αν υπάρχουν και κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες (βιολογικές, κοινωνικές, προσωπικές) μπορεί να εξελιχθεί σε καταθλιπτική διάθεση.

Η κατάθλιψη είναι ένας διαστρεβλωμένος τρόπος σκέψης (δεν αξίζω) που φέρνει ένα κυρίαρχο συναίσθημα (βαθιά θλίψη) με αποτέλεσμα να συμπεριφέρομαι ανάλογα (κλείνομαι μέσα). Άρα δύο είναι τα μέτωπα στα οποία πρέπει να πολεμήσω: τον τρόπο που σκέφτομαι (γνωσιακά) και το τι κάνω (συμπεριφοριστικά).
Στην περίπτωση τώρα που υπάρχουν όλες οι συνθήκες και το άτομο πάσχει εντέλει από κατάθλιψη, σε καμία περίπτωση δεν καταλήγει να γίνει υποχείριο της νόσου. Ισχύει ότι και για κάθε πρόβλημα που βιώνουμε. Όσο πιο γρήγορα καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά και κάνω κάτι για αυτό, τόσο καλύτερα είναι. Όσο το αφήνω τόσο χειροτερεύει.
Πολλές φορές συμβαίνει το άτομο να είναι τόσο απορροφημένο από αυτόν τον τρόπο σκέψης που σταδιακά παρασύρεται χωρίς να κατανοεί τι του συμβαίνει. Εδώ έρχονται σε βοήθεια οι άνθρωποι που μας αγαπούν. Η μαμά, ο αδελφός, ένας φίλος, που βλέπουν την αλλαγή σε εμάς και μας το λένε…… «Τι χάλια είναι αυτά… Εσύ ήσουν πάντα προφουμαρισμένος… βρωμάς φίλε, κάνε κάτι, δες κάποιον». Είναι τα λόγια ενός καλού φίλου που παρακίνησαν έναν πελάτη μου να ζητήσει βοήθεια «Βλακείες … είπα εκείνη την στιγμή. Μετά στο σπίτι όμως κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Εγώ πήγαινα μάρκετ και έψαχνα με τις ώρες τι αποσμητικό θα πάρω και τώρα … ντρέπομαι… δεν έχω το κουράγιο ούτε να πλυθώ».
Ο ίδιος άνθρωπος μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας μου είπε: "είναι σαν να σηκώθηκε μια βαριά κουρτίνα από τα μάτια μου. Τώρα μπορώ να πενθήσω για τον άνθρωπό μου, νιώθω στεναχώρια... πριν ήταν όλα στεναχώρια".

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Καταστροφολογία

Συχνά ακούω «Πάντα σκέφτομαι το χειρότερο, κάνω σενάρια και αναλύσεις για τα πάντα. Έτσι είμαι προετοιμασμένος και δεν έχω εκπλήξεις». Με άλλα λόγια, η στρατηγική που ακολουθεί αυτός ο άνθρωπος μπροστά σε κάτι που τον ανησυχεί, είναι να σκέφτεται το χειρότερο δυνατό σενάριο,να αφήνει στην άκρη, ξεχνώντας, οποιαδήποτε άλλη έκβαση, να αναλύει και να σκέφτεται πιθανούς τρόπους συμπεριφοράς με αποτέλεσμα όμως, να κουράζεται χωρίς αποτέλεσμα και να αδυνατεί να χαρεί την ζωή του.

Όλα αυτά στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει αυτό που τον ανησυχεί, προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Ουσιαστικά πράττοντας έτσι κάποιος θεωρεί ότι αν σκεφτεί και αναλύσει ενδελεχώς την κατάσταση θα αποτρέψει το κακό. Τις περισσότερες φορές όμως ο έλεγχος είναι μόνο πλασματικός! Στηρίζεται σε δικές του σκέψεις και αναλύσεις που εντέλει λίγο μπορεί να έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα. 

Το σίγουρο είναι ότι η διαδικασία αυτή αγχώνει και κουράζει. Όμως, όπως με όλα τα πράγματα,  αν κάνω κάτι που μου κάνει κακό ή δεν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα τότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω να το κάνω.

Έστω η παρακάτω κατάσταση.
Χτυπάει το τηλέφωνο (γεγονός) και αισθάνομαι άγχος (συναίσθημα), με την καρδιά μου να χοροπηδάει σαν τρελή (σωματική έκφραση του άγχους). 
Συμβαίνει γιατί το νόημα που έδωσα στο τηλεφώνημα πριν ακόμη σηκώσω το ακουστικό, είναι: «για κακό θα είναι» (απειλή). Οι προηγούμενες εμπειρίες μου (είτε πραγματικές, είτε νοητικές), το πρίσμα που έχω διαμορφώσει με τα χρόνια, με ώθησαν στο να κάνω μια πρόβλεψη της κατάστασης ως απειλητικής και επομένως να αγχωθώ, δηλαδή να μπω στην διαδικασία εγρήγορσης.
Το καλό με αυτή την διαδικασία είναι ότι ο εγκέφαλος μου λειτουργεί μια χαρά. Προσπαθεί να με προφυλάξει από το κακό και για αυτό τον λόγο ξεκινάει τον μόνο δρόμο που γνωρίζει – ενεργοποιεί τον μηχανισμό του άγχους, εκκρίνει δηλαδή κορτιζόλη και αδρεναλίνη στο αίμα μου, για να με καταστήσει ικανή να αντεπεξέλθω στην απειλή που «διάβασε».
Το κακό με με αυτή την διαδικασία είναι ότι έβγαλε ένα αυθαίρετο συμπέρασμα χωρίς καθόλου δεδομένα αναγκάζοντας το κορμί μου να συμπεριφερθεί σαν να υπήρχε όντως η απειλή. Με άλλα λόγια, μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκα «θα είναι για κακό» το κορμί μου αναγκάζεται να υποστεί τις συνέπειες στο «εδώ και τώρα» και να βιώσει στην πραγματικότητα μια σειρά από σωματικά συμπτώματα που άσκοπα, με κουράζουν και εξαντλούν τον οργανισμό μου.

Ένα γεγονός ή μια κατάσταση δεν έχει έναν χαρακτήρα αντικειμενικό και σταθερό στο χρόνο. Εξαρτάται από το προσωπικό νόημα που του δίνουμε – το τι σημαίνει για μένα στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η διαδικασία του πως θα «διαβάσουμε» μια κατάσταση ή ένα γεγονός:
  •  γίνεται σχεδόν αυτόματα, για να εξοικονομήσουμε χρόνο και ενέργεια
  •  είναι ιδιαίτερα σύντομη, συνήθως αποτελείται από μερικές μόνο λέξεις
  • βασίζεται στο γενικότερο σύστημα των αξιών (το πρίσμα μας) που έχουμε αναπτύξει με τα χρόνια
  • αφορά στον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και το μέλλον μας. 
Η καταστροφολογία (η σκέψη του χειρότερης δυνατής έκβασης μιας κατάστασης) δεν είναι προετοιμασία, δεν έχει να κάνει με την ανάγκη για ένα σχέδιο Β σε μια συγκεκριμένη κατάσταση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Είναι μια περισσότερο μόνιμη νοητική κατάσταση. Είναι το μονοπάτι που άνοιξε το μυαλό μας για να ερμηνεύσει τα πράγματα γύρω μας, το οποίο διατρέχει ξανά και ξανά κατά αποκλειστικότητα ξεχνώντας όλα τα άλλα μονοπάτια και τους δρόμους. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από λίγο η καταστροφολογία, αυτός ο τρόπος σκέψης αφορά στα πάντα, και καταλήγει πάντα με δύο τέρατα: το "αν" και το "πως θα τα καταφέρω".

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Παιχνίδια και παγίδες του μυαλού

Στον κόσμο μας έχουμε μάθει να δίνουμε βάση στο τι σκεφτόμαστε. Αυτόματα και γρήγορα, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, μας κάνει να συμπεριφερόμαστε ανάλογα με τις περιστάσεις, να παίρνουμε αποφάσεις, να ζούμε με τους γύρω μας. Έχουμε μάθει να βασιζόμαστε στην σκέψη μας, να μην την αμφισβητούμε και να τη θεωρούμε σωστή με απόλυτο τρόπο. Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι έτσι γλιτώνουμε χρόνο και ενέργεια. Με άλλα λόγια, θα σπαταλούσα πολύ χρόνο και θα κουραζόμουν πολύ αν για κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση στην καθημερινότητά μου έπρεπε να αναλύσω τις πιθανότητες, να εκτιμήσω και να αξιολογήσω το αποτέλεσμα! Π.χ. το τι θα φορέσω στον γάμο της αδελφής μου: την φόρμα γυμναστικής, το μπικίνι ή το φόρεμά μου... Αυτόματα, γρήγορα, με σιγουριά, η εμπειρία μου λέει ότι το φόρεμα είναι η καλύτερη επιλογή.


Πολλές  φορές  όμως  η  ίδια  μας  η  σκέψη με την γρηγοράδα και το απόλυτο της, μας δημιουργεί προβλήματα και καταλήγει σε αδιέξοδο. Αυτό συμβαίνει γιατί την υιοθετούμε χωρίς κρίση, την πιστεύουμε ως αληθινή, την ταυτίζουμε με το συναίσθημα που νιώθουμε και την έκβαση των καταστάσεων γύρω μας.

Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά.
Η σκέψη είναι κάτι νοερό, χωρίς υλική και φυσική υπόσταση και είναι ουδέτερη. Δηλαδή, μια σκέψη δεν ταυτίζεται με κάποιο συναίσθημα αλλά δημιουργεί ένα συναίσθημα στον συγκεκριμένο άνθρωπο, την συγκεκριμένη στιγμή. Αλλιώς θα έπρεπε η ίδια σκέψη να προκαλεί σε όλους τα ίδια ακριβώς συναισθήματα, πάντα. Πράγμα που όμως δεν ισχύει. Π.χ. η σκέψη «θα γίνει πόλεμος» στους εμπόρους όπλων φέρνει χαρά και ανυπομονησία. Η ίδια σκέψη «θα γίνει πόλεμος» σε έναν πατέρα και σύζυγο, δημιουργεί άγχος και φόβο!

Οι σκέψεις που κάνουμε και το πώς αισθανόμαστε συμβαίνουν στο μυαλό και στο κορμί μας, είναι δηλαδή υποκειμενικά στοιχεία. Αντίθετα η πραγματικότητα – η φυσική ροή των γεγονότων, το «εδώ και τώρα», είναι ανεξάρτητη από εμάς, αντικειμενική. Έτσι: 
  • Μια σκέψη δεν επηρεάζει και δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα. Π.χ. Σκέφτομαι «ψητό κοτόπουλο» δεν σημαίνει ότι το έχω μπροστά μου. Αν σκεφτώ «θα γίνω ρεζίλι», «θα απολυθώ», «θα λιποθυμήσω», δεν σημαίνει ότι θα συμβεί. Απλά φοβάμαι ότι θα συμβεί.
  • Τα συναισθήματα που βιώνουμε (φόβος, άγχος, χαρά, λύπη) δεν ταυτίζονται με την πραγματικότητα και την έκβαση αυτής. Π.χ. αισθάνομαι φόβο στο σκοτάδι (γιατί σκέφτομαι κάτι κακό θα μου συμβεί) δεν σημαίνει ότι επειδή εγώ φοβάμαι όντως κάτι κακό θα συμβεί.
Έτσι, μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκα κάτι (ανεξάρτητα από το αν είναι καλό ή κακό για μένα) δεν αυξάνονται οι πιθανότητες να συμβεί. Π.χ. αν σκεφτώ "θα πέσω" δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη σκέψη έχει την δύναμη να επηρεάσει την έκβαση της εξόδου μου. Γιατί τότε για να γίνω πλούσια θα έφτανε……. να σκεφτώ «κερδίζω το λόττο»! 

Πολλές φορές όμως επειδή έκανα μια σκέψη ή αισθάνθηκα ένα αρνητικό συναίσθημα, καταλήγω να κάνω κάτι (σε επίπεδο συμπεριφοράς) και εδώ, κρύβεται και η παγίδα! Μόνο και μόνο επειδή σκέφτομαι ή νιώθω κάτι καταλήγω να κάνω κάτι το οποίο, όπως όλες οι συμπεριφορές, έχει συνέπειες (θετικές ή αρνητικές) στην ζωή μου.

Π.χ. αισθάνομαι άγχος για το 1ο ραντεβού, δεν σημαίνει ότι θα πάει άσχημα (ή καλά). Βέβαια, αν κατά την διάρκεια όλης της βραδιάς, εξαιτίας του άγχους που αισθάνομαι, μιλάω ακατάπαυστα για άσχετα πράγματα ή καταναλώνω πολύ αλκοόλ, αυξάνονται οι πιθανότητες να μην περάσουμε καλά. Όμως για την κακή έκβαση του ραντεβού μου θα ευθύνεται η συμπεριφορά μου, το τι έκανα – μιλούσα ακατάπαυστα ή έπινα (με όλες τις συνέπειες του αλκοόλ στο κορμί μου) – και όχι το συναίσθημά μου.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Τι είναι άγχος

Όλοι μας το βιώνουμε. Απλά κάποιοι από εμάς το αντιμετωπίζουν καλά ενώ κάποιοι άλλοι υποφέρουν από αυτό. Η αλήθεια όμως είναι ότι χωρίς αυτό θα κινδυνεύαμε. Είναι μεν δυσάρεστο αλλά ταυτόχρονα μας είναι χρήσιμο - όπως ακριβώς και ο σωματικός πόνος.
Όταν πονάω σημαίνει ότι κάτι στο κορμί μου δεν πάει καλά. Δεν μου αρέσει που πονάω αλλά αν δεν αισθανόμουν πόνο δεν θα καταλάβαινα π.χ. ότι το χέρι μου πλησίασε πολύ την φλόγα στο τζάκι και καίγεται. Ο πόνος με αναγκάζει να το τραβήξω γρήγορα από τις φλόγες και να περιποιηθώ την πληγή μου.
Το ίδιο συμβαίνει με το άγχος. Όταν το αισθάνομαι σημαίνει ότι το μυαλό μου προσπαθεί να με προστατέψει από την ‘απειλή’ που διάβασε. Είτε πρόκειται για ένα άγριο ζώο που πετάχτηκε μπροστά μου (θα με φάει), είτε για μια συνέντευξη για δουλειά (θα την χάσω), είτε για μια ακαδημαϊκή υποχρέωση (θα ξεχάσω ότι ξέρω, θα κοπώ, θα γίνω ρεζίλι), είτε για μια έξοδο με φίλους (θα ζαλιστώ, θα πέσω), το μυαλό με προστατεύει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο …. δεν έχει άλλον – ξεκινά τον χορό των ορμονών.  

Έτσι, π.χ.: όταν ένα αυτοκίνητο έρχεται καταπάνω μου ή σε ένας ληστής επιχειρεί να αρπάξει την τσάντα (το γεγονός),
ο εγκέφαλος το διαβάζει ως απειλή για την σωματική μου ακεραιότητα (το νόημα που έδωσε) και ενεργοποιεί μια σειρά από ορμονικές αντιδράσεις (άγχος)
για να με κινητοποιήσει, δηλαδή να το βάλω στα πόδια ή να παλέψω (η συμπεριφορά). 
Σκοπός της διαδικασίας αυτής, είναι η προστασία μου από την απειλή.

Την στιγμή εκείνη ο οργανισμός ιεραρχεί – βάζει δηλαδή σε προτεραιότητα το τι πρέπει να γίνει. Χρειάζομαι οξυγονωμένο αίμα στα άκρα ώστε οι μύες μου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην φυγή ή στην πάλη ενάντια στο γεγονός που με απειλεί - δεν έχει νόημα π.χ. να σταλεί αίμα στο στομάχι μου ώστε να γίνει η πέψη της τυρόπιτας που έφαγα το πρωί.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου, επομένως, αδρεναλίνη και κορτιζόλη εκκρίνονται στο αίμα μου. Έτσι, η καρδιά χτυπάει πιο γρήγορα για να αντλήσει περισσότερο αίμα και να το στείλει στα πόδια και στα χέρια μου. Οι πνεύμονες λειτουργούν γρηγορότερα για να με εφοδιάσουν με περισσότερο οξυγόνο. Με τον τρόπο αυτό, το κορμί μου καταφέρνει να αντεπεξέλθει στην απειλή.
Στο παράδειγμά μας, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, αρπάζω την ομπρέλα και χτυπάω τον ληστή ενώ ταυτόχρονα φωνάζω βοήθεια, ή κάνω ένα άλμα στο πλάι για να αποφύγω το αυτοκίνητο.
Όταν η απειλή περάσει, σταδιακά το κορμί μου επανέρχεται στην κατάσταση ηρεμίας.

Αυτό είναι το άγχος. Είναι ένα συναίσθημα, το οποίο προκύπτει από την κατάσταση κινητοποίησης και εγρήγορσης που ο οργανισμός μας θέτει σε εφαρμογή, για να μας προστατέψει από τις ‘απειλές’ που υπονομεύουν την σωματική μας ακεραιότητα.

Το άγχος εκφράζεται με δύο τρόπους:
  1. στο σώμα (οι σωματικές αισθήσεις που βιώνω, π.χ. ταχυκαρδία, δυσκολία στην αναπνοή, ζάλη κλπ), είναι οι συνέπειες των ορμονών
  2. στο μυαλό (οι σκέψεις που κάνω και το νόημα της απειλής που δίνω π.χ. θα μου συμβεί κάτι κακό, θα πεθάνω).
Το καλό με το άγχος είναι ότι με προστατεύει. Το κακό είναι ότι πολλές φορές γίνεται συνήθεια ο τρόπος αυτός σκέψης και καταλήγω να βλέπω παντού, καθημερινά, για μήνες και ίσως χρόνια, άγρια ζώα που με απειλούν. Έτσι, ενώ χρειάζομαι έναν μηχανισμό προστασίας από τα άσχημα που μπορεί να με απειλούν φτάνω να βλέπω συνέχεια και άκριτα "άγριες αρκούδες να μου δείχνουν τα δόντια τους" με αποτέλεσμα να είμαι συνέχεια σε μια διαδικασία κινητοποίησης και άμυνας - με συνέπεια να κουράζομαι πολύ και να μην καταφέρνω να χαρώ τίποτα!!!  
Στο σημείο αυτό ένας νεαρός πελάτης που ήταν σίγουρος ότι δεν σκεφτόταν, ότι δεν έδινε κάποιο νόημα στις καταστάσεις και επομένως θεωρούσε ότι αγχωνόταν από το πουθενά, συμπλήρωσε με αποφαστικότητα:  "οκ. Κατάλαβα. Πρέπει να βρω την αρκούδα μου". Ακριβώς!!!

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Τι είναι Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία


Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία (ΓΣΘ) είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας που για να φτάσει στην σημερινή της μορφή βασίστηκε στη δουλειά πολλών ατόμων (PavlovWatsonSkinnerBanduraMahoneyMeichenbaumEllisBeck).

Ο πυρήνας της ΓΣΘ είναι:

οι σκέψεις που κάνουμε και το νόημα που δίνουμε σε πράγματα και καταστάσεις, επηρεάζουν
τα συναισθήματά μας – το τι νιώθουμε, με αποτέλεσμα
να πράττουμε – να συμπεριφερόμαστε ανάλογα

Ένα παράδειγμα θα εξηγούσε ίσως καλύτερα.
Δύο αδέλφια περπατούν στο δρόμο. Ξαφνικά προσγειώνεται μπροστά στα πόδια τους μια γλάστρα που τυχαία έπεσε από ένα μπαλκόνι. Ο πρώτος σκέφτεται «ω… ρε φίλε… φτηνά την γλίτωσα….. να παίξω κανένα λόττο», αισθάνεται έκπληξη και χαρά. Χαμογελώντας όταν πηγαίνει σπίτι κανονίζει έξοδο με φίλους.
Ο δεύτερος αδελφός σκέφτεται «εντάξει….. ήρθε η ώρα μου… προς το παρόν την γλίτωσα αλλά αν στο επόμενο τετράγωνο δεν είμαι τόσο τυχερός;», αισθάνεται ανησυχία και φόβο, πηγαίνει σπίτι και αποφεύγει να βγει, επιστρατεύοντας κάθε είδους δικαιολογία ή για να βγει τσεκάρει πρώτα τον καιρό (να μην υπάρχει πρόβλεψη για αέρα, επομένως λιγότερες πιθανότητες να φύγει η γλάστρα από την θέση της), ή φροντίζει να έχει κάποιον δίπλα του (ώστε να τον βοηθήσει στην περίπτωση που τον χτυπήσει η γλάστρα).

Με άλλα λόγια, ένα συναίσθημα – χαρά, λύπη, φόβος, άγχος, δεν μας κατακλύζει από το πουθενά, δεν προσγειώνεται σαν μάννα εξ’ ουρανού στο κεφάλι μας. Είναι απόρροια του πως ‘βλέπουμε’ τα πράγματα. Στο παράδειγμά μας, ο δεύτερος αδελφός  ‘διάβασε’ την προσγείωση της γλάστρας κοντά στα πόδια του σαν κάτι απειλητικό για την ζωή του και τον εαυτό του ως αδύναμο να αντεπεξέλθει σε αυτή την απειλή.

Σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, στο πως διαβάζουμε δηλαδή τα πράγματα και στην συνέχεια στο τι κάνουμε σε επίπεδο συμπεριφοράς εστιάζεται η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία. 

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Τι είναι Ψυχοθεραπεία

Η αλήθεια είναι ότι στην προσπάθεια των ανθρώπων να κατανοήσουν το τι χαρακτηρίζει ένα άτομο, το πώς συμπεριφέρεται, το πώς αισθάνεται και το γιατί, αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες.

Οι θεωρίες αυτές, εξηγούν και ερμηνεύουν την φύση της προσωπικότητας και την ψυχοπαθολογία των ατόμων. Το πως δηλαδή από την μια πλευρά αναπτύσσεται και εξελίσσεται μέσα στα χρόνια η προσωπικότητά μας αλλά και το πως από την άλλη, δημιουργούνται τα προβλήματα. Έτσι, καθορίζουν και παράλληλα, διαμορφώνουν τον τρόπο που θα αντιμετωπιστούν και θα θεραπευτούν οι διάφορες δυσκολίες, είτε πρόκειται για μια απλή δυσκολία προσαρμογής είτε για μια διαταραχή με βαριά συμπτωματολογία.

Ένας καθηγητής μου έλεγε: «Είναι, σαν πολλοί επιστήμονες να θέλουν να εξηγήσουν το ίδιο φαινόμενο, π.χ. έναν ποδοσφαιριστή. Άλλοι θα εστιάσουν στην ενδυμασία του, άλλοι στις σχέσεις που αναπτύσσει με την ομάδα που ανήκει, άλλοι στο οικονομικό κομμάτι, άλλοι στους κανόνες του παιχνιδιού που παίζει και άλλοι στην κίνησή του και στον τρόπο που πανηγυρίζει». Όλοι βλέπουν το ίδιο φαινόμενο (το άτομο), όλοι έχουν δίκιο, αλλά ο καθένας τους καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα και επομένως σε διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης του ατόμου.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι διάφορες σχολές θεωρίας της προσωπικότητας γέννησαν διαφορετικούς τρόπους ψυχοθεραπείας: την Συστημική (Bateson, Haley), την Gestalt (Perls, Goodman), την Ψυχανάλυση (Freud), την Διαλεκτική (Linehan), την Προσωποκεντρική (Rogers), την Υπαρξιακή (Frankl, Yalom), την Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία (Bandura, Ellis, Beck), καθώς και πολλές άλλες.

Κάθε μια από τις σχολές ψυχοθεραπείας, πέρα από τον συγκεκριμένο τρόπο που βλέπει το άτομο και τα προβλήματά του, έχει και συγκεκριμένες τεχνικές που εφαρμόζει, συγκεκριμένη ορολογία, συγκεκριμένο τρόπο που ο ψυχοθεραπευτής απευθύνεται στο άτομο που έχει απέναντί του, ακόμη και συγκεκριμένο τρόπο που "στήνεται" ο χώρος του ψυχοθεραπευτή. 

Πολλές φορές ταυτίζουμε, λανθασμένα, την ψυχανάλυση με όλες τις μορφές ψυχοθεραπείας με αποτέλεσμα η ψυχανάλυση να καταλήξει να γίνει συνώνυμο της ψυχοθεραπείας. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχανάλυση είναι η πρώτη, περισσότερο γνωστή μέθοδος ψυχοθεραπείας. Πάνω σε αυτή την διευκρίνιση ένας λίγο μεγαλύτερος πελάτης μου σχολίασε: «Όπως με την οδοντόκρεμα. Η πρώτη που γνώρισε ο κόσμος ήταν η κολινός και όταν βγήκε η colgate ζητούσαν στα μπακάλικα: ‘μια κολινός colgate’».